γκαζιέρα

γκαζιέρα
η
1) газовая плита1; 2) керосинка, примус

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "γκαζιέρα" в других словарях:

  • γκαζιέρα — η γκαζομηχανή, συσκευή που λειτουργεί με φωταέριο, υγραέριο, βενζίνη ή πετρέλαιο και χρησιμοποιείται για θέρμανση ή για μαγείρεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gaziere] …   Dictionary of Greek

  • γκαζιέρα — η συσκευή για μαγείρεμα που λειτουργεί με φωταέριο ή πετρέλαιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γκαζομηχανή — η 1. η γκαζιέρα 2. κινητήρας που λειτουργεί με φωταέριο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»