- γκαζιέρα
- η1) газовая плита1; 2) керосинка, примус
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γκαζιέρα — η γκαζομηχανή, συσκευή που λειτουργεί με φωταέριο, υγραέριο, βενζίνη ή πετρέλαιο και χρησιμοποιείται για θέρμανση ή για μαγείρεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gaziere] … Dictionary of Greek
γκαζιέρα — η συσκευή για μαγείρεμα που λειτουργεί με φωταέριο ή πετρέλαιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γκαζομηχανή — η 1. η γκαζιέρα 2. κινητήρας που λειτουργεί με φωταέριο … Dictionary of Greek